- αγριεύομαι
- αγριεύομαι, αγριεύτηκα, αγριεμένος βλ. πίν. 18——————Σημειώσεις:αγριεύομαι : η έννοια του ρήματος διαφοροποιείται στην παθητική φωνή.Σημαίνει τρομάζω (ο ίδιος), φοβάμαι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.